βασκαντήρα
Смотреть что такое "βασκαντήρα" в других словарях:
βασκαντήρα — βασκαντήρα, η και βασκαντούρα, η το φυλαχτό: Έχω βάλει στο παιδί μου βασκαντούρα για το κακό το μάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασκαντήρα — η και βασκαντήρι, το [βασκαίνω] 1. φυλαχτό κατά της βασκανίας 2. ονομασία διαφόρων φυτών, βάλσαμο κ.λπ., που θεωρούνται ότι προστατεύουν από τη βασκανία … Dictionary of Greek
περιδιάβασμα — το, Ν [περιδιαβάζω] 1. περιδιάβαση 2. βιολ. το φυτό πύρεθρο το παρθένιο, κν. βασκαντήρα, παρθενούδι, βάρτσαμος … Dictionary of Greek